- διαπήδηση
- η (Α διαπήδησις, -εως) [διαπηδώ]αναπήδησηαρχ.κυκλοφορία τού αίματος μέσω τών ιστών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένωση — η (AM ἕνωσις) η ενέργεια τού ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη νεοελλ. 1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει») 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
ένωση — η 1. συνένωση, συγχώνευση σε ένα, μείξη, σύνδεση, σύζευξη. 2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ένωση εμποροϋπαλλήλων. 3. πολιτική πράξη εκούσιας υπαγωγής αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)